- νεκρομαντικός
- -ή, -ό [νεκρομάντης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεκρομάντη ή στη νεκρομαντεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεκυομαντικός — νεκυομαντικός, ή, όν (Α) [νεκυόμαντις] νεκρομαντικός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκυομαντεία ή τον νεκυόμαντιν … Dictionary of Greek